ζυγίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ἕρπυλλος, Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.
German (Pape)
[Seite 1140] ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου θύμου, ἕρπυλλος, serpyllum silvestre, Διοσκ. 3. 46, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 681F.
Greek Monolingual
η (Α ζυγίς, -ίδος) ζυγόν
νεοελλ.
1. είδος του φυτού θύμος
2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες
ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη του ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο
αρχ.
είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.