ημιστίχιο

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ημίστιχο, το (AM ἡμιστίχιον και ἡμίστιχον)
μισός στίχος, το ένα από τα δύο τμήματα μετρικού στίχου, η μισή γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στίχος.