ἡδυντός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ή, όν,

   A seasoned, πίσσα, στέαρ, Hp.Mul.1.88, 2.205.

German (Pape)

[Seite 1153] gewürzt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυντός: -ή, -όν, ἠρτυμένος, παρεσκευασμένος ἀρώμασι, πίσσα, στέαρ Ἱππ. 672. 12., 679. 21.

Greek Monolingual

ἡδυντός, -ή, -όν (Α) ηδύνω
παρασκευασμένος με καρυκεύματα, με αρώματα.