διαφόρητος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.

Greek Monolingual

διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.