ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα.