Ἰασώ, -οῡς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι- ώμαι]]θεά της ίασης και της υγείας («Ἰασώ μὲν... ὑπηρυθρίασε», Αριστοφ.).