θυννοσκοπεῖον
English (LSJ)
τό,
A look-out to watch for shoals of tunnies, Str.5.2.6.
German (Pape)
[Seite 1225] τό, Ort, wo man dem Thunfische auflauert, Strab. V, 223.
Greek (Liddell-Scott)
θυννοσκοπεῖον: τό, τόπος ὑψηλὸς ἐξ οὗ παραμονεύουσι τοὺς θύννους, Στράβ. 223.
Greek Monolingual
θυννοσκοπεῑον, τὸ (Α) θυννοσκόπος
ψηλός τόπος απ' όπου παραμόνευαν τους τον(ν)ους.