θυννοσκοπεῖον

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τό,

   A look-out to watch for shoals of tunnies, Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1225] τό, Ort, wo man dem Thunfische auflauert, Strab. V, 223.

Greek (Liddell-Scott)

θυννοσκοπεῖον: τό, τόπος ὑψηλὸς ἐξ οὗ παραμονεύουσι τοὺς θύννους, Στράβ. 223.

Greek Monolingual

θυννοσκοπεῑον, τὸ (Α) θυννοσκόπος
ψηλός τόπος απ' όπου παραμόνευαν τους τον(ν)ους.