ἰαμβοειδής

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ές,

   A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.

German (Pape)

[Seite 1233] ές, einem Jambus ähnlich, Arist. Quint.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.

Greek Monolingual

ἰαμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ίαμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ειδής (< είδος)].