καίατα

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1293] τά, nach Hesych. = ὀρύγματα, Erdschlund, s. καιάδας. Vgl. κύαρ.

Greek (Liddell-Scott)

καίατα: «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καίατα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρύγματα ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καιάδας.