καλοκαιριάζω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

καλοκαίρι
1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι
2. απρόσ. καλοκαιριάζει
αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει.