καλοκαίρι1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι2. απρόσ. καλοκαιριάζειαρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει.