ἰσθμαίνω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1263] = ἀσθμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.

Greek Monolingual

ἰσθμαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω και ἰσθμός].