[Seite 1263] = ἀσθμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.
ἰσθμαίνω (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω και ἰσθμός].