ἑπτάτομος
German (Pape)
[Seite 1013] siebentheilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάτομος: -ον, ἐν ἑπτὰ τόμοις, Σωκρ. 841Α, Ψελλ. 927Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑπτάτομος, -ον)
αυτός που αποτελείται από επτά τόμους.
[Seite 1013] siebentheilig, Sp.
ἑπτάτομος: -ον, ἐν ἑπτὰ τόμοις, Σωκρ. 841Α, Ψελλ. 927Α.
-η, -ο (Μ ἑπτάτομος, -ον)
αυτός που αποτελείται από επτά τόμους.