τό,
A cover of a kneading-trough, Hsch. II = παυσικάπη, muzzle, Ar.Fr.301.
[Seite 1327] τό, Deckel des Backtrogs, VLL.; auch = παυσικάπη, Poll. 10, 112.
καρδοπεῑον, τὸ (Α) κάρδοπος1. το σκέπασμα της σκάφης2. φίμωτρο.