καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῡ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μυκῶμαι «χλευάζω»].