ἑκατόζυγος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A with 100 benches for rowers, Il.20.247.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.

English (Autenrieth)

with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.

Spanish (DGE)

(ἑκατόζῠγος) -ον
que tiene cien bancos de remeros οὐδ' ἂν νηῦς ἑ. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247.

Greek Monolingual

ἑκατόζυγος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει εκατό καθίσματα κωπηλατών
2. αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.