εὐωχητικός

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ή, όν,

   A festive, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1112] zum Schmausen gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωχητικός: -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

εὐωχητικός, -ή, -όν (Α) ευωχητής
αυτός που αναφέρεται σε ευωχία, σε συμπόσιο.