Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ο1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχούφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη].