κλυτοτεχνικός

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν; τὸ αὐτοῦ κ. his

   A fame in art, Eust.1148.57.

Greek Monolingual

κλυτοτεχνικός, -ή, -όν (Μ) κλυτοτέχνης
αυτός που ανήκει στην κλυτοτεχνία («διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν», Ευστ.).