κιθάριον

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A κίθαρος 11, Ptol.Euerg.9J.

German (Pape)

[Seite 1437] τό, dim. von κιθάρα, Ath. XII, 550 a, l. d., Casaubon. emend. καθάριον.

Greek (Liddell-Scott)

κιθάριον: τό, μικρὰ κιθάρα, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.

Greek Monolingual

κιθάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ψαριού κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον].