καταχείριος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.

Greek (Liddell-Scott)

καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.

Greek Monolingual

καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].