η (Α κεραμῑτις, -ιδος) κέραμοςφρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμααρχ.πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.