κιθωνίσκος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Greek (Liddell-Scott)

κιθωνίσκος: ὁ, = χιτωνίσκος, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 424.

Greek Monolingual

κιθωνίσκος, ὁ (Α)
ιων. τ. χιτωνίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση της δασύτητας].