κινναμώμινος
English (LSJ)
η, ον,
A prepared from or with κιννάμωμον, Antiph.35, Dsc.1.61, Ath.10.439b.
German (Pape)
[Seite 1441] von Zimmt gemacht; μύρον Pol. bei Ath. X, 439 b; πύλαι Luc. V. H. 2. 11.
Greek (Liddell-Scott)
κιννᾰμώμινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ μετὰ κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cinname ou de cannelier.
Étymologie: κιννάμωμον.
Spanish
Greek Monolingual
κινναμώμινος, -ίνη, -ον (Α) κιννάμωμον
αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο.