κρημνιστός
Greek (Liddell-Scott)
κρημνιστός: -ή, -όν, κρημνισθείς, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 237.
Greek Monolingual
κρημνιστός, -ή, -όν (Α) κρημνίζω
γκρεμισμένος.
κρημνιστός: -ή, -όν, κρημνισθείς, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 237.
κρημνιστός, -ή, -όν (Α) κρημνίζω
γκρεμισμένος.