κογχυλιώδης
English (LSJ)
ες,
A like a mollusc shell, κ. λίθοι fossil shells, Xanth.3; βόθρος Str.1.3.4.
German (Pape)
[Seite 1465] ες, konchylienartig, βόθροι, λίθοι, Strab. I, 49. 50.
Greek (Liddell-Scott)
κογχυλιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς δίθυρον ὀστρακόδερμον, κ. λίθοι, ὄστρακα ἀπολελιθωμένα, Ξάνθ. 3, πρβλ. Στράβ. 49 καὶ 50.
Greek Monolingual
κογχυλιώδης, -ῶδες (Α) κογχύλιον
αυτός που μοιάζει με κοχύλι.