κοπτή

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἡ,

   A = θαλάσσιον πράσον, Dionys.Utic. ap. Ath.14.648e.    II v. κοπτός 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοπτή: ἡ, = πράσον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 648Ε. ΙΙ. ἴδε κοπτὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

(I)
κοπτή, ἡ (Α)
θηλ. του κοπτός.———————— (II)
κοπτή ή κόπτη, ἡ (Α) κοπτός
θαλάσσιο πράσο.