τριχιάω
English (LSJ)
A suffer from τριχίασις 1, Gal.12.740. II suffer from τριχίασις 111.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).
A suffer from τριχίασις 1, Gal.12.740. II suffer from τριχίασις 111.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).