κτενιστής

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.

Greek (Liddell-Scott)

κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.