κυανόχρως

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ων, gen. ωτος, = foreg.,

   A πλόκαμος E.Ph. 308 (lyr.); θαλάττης ἔδαφος Alcid. ap. Arist.Rh.1406a5.

German (Pape)

[Seite 1522] ωτος, dasselbe; πλόκαμος Eur. Phoen. 317; auch a. D.; nach Arist. rhet. 3, 3 nannte Alcidamas κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος.

Greek Monolingual

κυανόχρως, -ων (Α)
βλ. κυανόχρους.