Κροτωνιάτης

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Greek (Liddell-Scott)

Κροτωνιάτης: ὁ, κάτοικος τῆς Κρότωνος (τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος), Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 9, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα (Α Κροτωνιάτης)
αυτός που κατάγεται από την πόλη Κρότων ή ο κάτοικος αυτής της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κρότων].