λάκτισμα, Hsch., cf. PGen.56.27 (iv A. D.).
λάκτιμα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λάκτισμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάκτισμα. Κατ' άλλους, η ορθή γραφή είναι λάκτημα].