λογιότατος
Greek Monolingual
και λογιώτατος, -η, -ο (Α λογιότατος, -άτη,-ον)
βλ. λόγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός του επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό].
και λογιώτατος, -η, -ο (Α λογιότατος, -άτη,-ον)
βλ. λόγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός του επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό].