v.λαθάνεμος. ληθάνω, v.
A ἐκληθάνω, λανθάνω B.
[Seite 38] s. λαθάνεμος.
ληθάνεμος: -ον, ἴδε λαθάνεμος.
ληθάνεμος, -ον (Α)βλ. λαθάνεμος.