μενεξεδής

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μενεξελής -ιά, -ί (μενεξές]
1. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ιώδης, μοβ
2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί
το χρώμα του μενεξέ, το ιώδες, το μοβ.