μεριτεύομαι

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

Med.,

   A divide among themselves, LXX Jb.40.25.

German (Pape)

[Seite 135] unter sich theilen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μερῑτεύομαι: μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μ. 25).

Greek Monolingual

μεριτεύομαι (Α) μερίτης
μοιράζομαι κάτι με άλλους.