μεταδέχομαι

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be participated in, ὑπὸ οὐσίας Procl.in Prm. 851 S. (dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι μετὰ ταῦτα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και ματαδέχομαι (ΑM μεταδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι εκ νέου
αρχ.
δέχομαι κάποιον ή κάτι αργότερα, ύστερα.