μαντάμ

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ μαντάμα))
νεοελλ.
κυρία
μσν.
κυρία, ως τιμητικός τίτλος που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. madame «κυρία μου» < κτητ. αντων. ma + dame].