μαυριτανικός
Greek Monolingual
-ή, -ό Μαυριτανία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαυριτανία και στους Μαυριτανούς («μαυριτανική τέχνη»)
2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μαυριτανία.
-ή, -ό Μαυριτανία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαυριτανία και στους Μαυριτανούς («μαυριτανική τέχνη»)
2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μαυριτανία.