μεμορυχμένα

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».