μεμορυχμένα
English (LSJ)
μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».
μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.
μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».