μεγαλόσταυρος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. ανώτατος βαθμός πολλών παρασήμων
2. ο τιμημένος με το παράσημο αυτό
3. (σκωπτικά) η σύφιλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].