μεσσηνέζα

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεσσήνα, η
λεπτό, ανθεκτικό και διαφανές νήμα το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για να δένουν τα αγκίστρια και τα βαρίδια στην άκρη της ορμιάς, της πετονιάς του ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. της ιταλ. πόλης Messina + κατάλ. -έζα].