[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.
μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.
μοργή (Α)μορτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. του μορτή.