μονόσπερμος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(για καρπό) αυτός που περικλείει ένα μόνο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονοσπέρματος < μον(ο)- + σπέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].