ακοή
Greek Monolingual
η (Α ἀκοὴ) ἀκούω
1. μια από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους
2. το αφτί
3. πληροφόρηση, είδηση, φήμη
4. το να ακούει κανείς προσεκτικά τα λόγια κάποιου, συμμόρφωση, υπακοή
μσν.
φρ. «προτίθημι ή προστίθημι τὰς ἀκοάς», προσέχω
αρχ.
1. ακουόμενος ήχος, άκουσμα
2. λόγος που πρέπει να τον ακούσει κανείς
3. λόγος, παράδοση
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἀκοῇ
εξ ακοής, ακουστά
5. στον πληθ. aἱ ἀκοαί
υπερφυσικές, υπερκόσμιες φωνές.