ἀκριτόχειρος
English (LSJ)
ον,
A with countless hands, Emp.60.
Spanish (DGE)
-ον de innumerables manos Emp.B 60.
Greek Monolingual
ἀκριτόχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -χειρος < χείρ.
ον,
A with countless hands, Emp.60.
-ον de innumerables manos Emp.B 60.
ἀκριτόχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -χειρος < χείρ.