ἀκράδαντος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (κραδαίνομαι)

   A unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκού-τως 1.352, Nicom.Harm.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inconmovible, inamovible, δύναμις Ph.1.249, cf. Hsch., Phot.α 832, An.Bachm.1.55
subst. τὸ ἀ. Ph.1.598.
2 inalterable νόμιμα Ph.2.136, cf. Cyr.Al.M.70.124B, Nest.5.4.
3 no alterado σῶμα οἴνῳ Clem.Al.Paed.2.2.22.
II adv. -ως inconmoviblemente Ph.1.352, Nicom.Harm.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκράδαντος, -ον) κραδαίνω
αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος.