ἀκρογένειος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.

German (Pape)

[Seite 83] mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρογένειος: -ον, ὁ ἔχων τὸ γένειον, δηλ. τὸ «πηγοῦνι», προτεταμένον ἢ ὀξύ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 40.

Spanish (DGE)

-ον con prognatismo Arist.Phgn.812b24.

Greek Monolingual

ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].