εως, ἡ,
A sharpening, Hsch. and Suid. s.v. βρυγμός.
[Seite 77] ἡ, das Wetzen, VLL.
ἀκόνησις: -εως, ἡ, τὸ ἀκόνισμα, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει βρυγμός.
-εως, ἡacción de afilar, afilado c. gen. μύλων Sud.s.u. βρυγμός.
ἀκόνησις (-εως), η (Α) ἀκονῶτο ακόνισμα.