ο και ακροκέραμο, τοκεραμίδι ειδικού σχήματος που τοποθετείται στις άκρες της στέγης ή τις γωνίες τών αετωμάτων για διακοσμητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + κέραμος.