ἅλμια
English (LSJ)
τά,
A salted provisions, Men. 462.5.
German (Pape)
[Seite 108] τά, eingesalzene Fische, Menand. bei Ath. IV, 132 b, im Gegensatz von πρόσφατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλμια: τά, ἁλμυραὶ ζωοτροφίαι, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 5.
Spanish (DGE)
-ων, τά
pescado salado, salazón τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ' del que está acostumbrado al pescado fresco, Men.Fr.397.5.
Greek Monolingual
ἅλμια, τα (Α) ἅλμη
αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη.