ἅλμια

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τά,

   A salted provisions, Men. 462.5.

German (Pape)

[Seite 108] τά, eingesalzene Fische, Menand. bei Ath. IV, 132 b, im Gegensatz von πρόσφατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλμια: τά, ἁλμυραὶ ζωοτροφίαι, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 5.

Spanish (DGE)

-ων, τά
pescado salado, salazón τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ' del que está acostumbrado al pescado fresco, Men.Fr.397.5.

Greek Monolingual

ἅλμια, τα (Α) ἅλμη
αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη.